λικνοφορώ

λικνοφορώ
λικνοφορῶ, -έω (Α) [λικνοφόρος]
φέρω στην κεφαλή το ιερό λίκνο κατά τη θρησκευτική πομπή προς τιμήν τού Διονύσου, λικνοστεφώ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”